- κονκορδάτο
- (concordat). Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, με αντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη (Dictatus papae) του πάπα Ινοκέντιου Δ’ σχετικά με την υπεροχή του πάπα έναντι των κοσμικών ηγεμόνων. Για να τεθεί τέλος στις αναφυόμενες μεγάλες αντιθέσεις κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας, η συχνότητα της προσφυγής στο κ. σταδιακά αυξανόταν.
Το αντικείμενο του κ. μπορεί να αφορά πνευματικά, κοσμικά ή μεικτά ζητήματα. Η μορφή του συνίσταται σε μια διμερή πράξη ή συνθήκη ή σε δύο μονομερείς –αλλά συνδεόμενες μεταξύ τους– πράξεις (π.χ. το κ. του Βορμς), ή ακόμα και σε μια μονομερή πράξη (μία ποντιφική βούλα ή έναν νόμο του κράτους). Οι κυριότερες θεωρίες σχετικά με το κ. είναι τρεις: η εκκλησιαστική ή συνοδική, σύμφωνα με την οποία το κ. αποτελεί ελεύθερη παραχώρηση προς το κράτος από μέρους της Εκκλησίας, που μπορεί να ανακληθεί από την Αγία Έδρα, η οποία διαθέτει και το προνόμιο της ερμηνείας της· η κρατική ή νομοθετική, σύμφωνα με την οποία το κ. είναι μία παραχώρηση από μέρους του κράτους και οφείλει συνεπώς να έχει τη μορφή του κρατικού νόμου· η συμβατική, κατά την οποία το κ. είναι μία σύμβαση (πραγματική διεθνής συνθήκη, σύμφωνα με τη γνώμη μερικών συγγραφέων, ιδιότυπη σύμβαση, σύμφωνα με άλλους).
Το πρώτο κ. πιθανολογείται ότι είναι εκείνο που υπογράφηκε ανάμεσα στον πάπα Ουρβανό Β’ και στον Ρογήρο Α’ της Σικελίας (1098). Ιδιαίτερα σημαντικό υπήρξε στον Μεσαίωνα το κ. του Βορμς (1122), που τερμάτισε τη διαμάχη αναφορικά με τον διορισμό των επισκόπων.
Επίσης, μεγάλη σπουδαιότητα απέκτησε το κ. που υπογράφηκε μεταξύ του Ναπολέοντα Α’ και του πάπα Πίου Ζ’ (1801), γιατί τοποθετούσε τις σχέσεις θρησκευτικής και πολιτικής εξουσίας στη βάση των νέων αρχών που είχε διακηρύξει η Γαλλική επανάσταση. Για την Ιταλία, το κ. που υπογράφηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1929 ανάμεσα στην Άγια Έδρα και στο ιταλικό κράτος σήμαινε τη συμφιλίωση μεταξύ κράτους και Εκκλησίας και την επίλυση του Ρωμαϊκού προβλήματος. Ειδικότερα, η Αγία Έδρα δήλωνε την παραίτησή της από τα εδάφη που ανήκαν στο πρώην παπικό κράτος και αποκτούσε ως αντάλλαγμα σημαντικά δικαιώματα για την άσκηση της θρησκευτικής εξουσίας: κατάργηση των εγγυήσεων, ελεύθερη άσκηση της λατρείας και της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας σε εκκλησιαστικά θέματα, αποχή του ιταλικού κράτους στην επικοινωνία της Αγίας Έδρας με τον κλήρο και τους πιστούς σε ολόκληρο τον κόσμο, απαλλαγή των αφιερωμένων στη λατρεία κτιρίων από επιτάξεις και καταλήψεις, ερώτημα προς τον αρμόδιο επίσκοπο όσον αφορά τη μη εναντίωσή του στην ανάληψη από έναν κληρικό θέσης ή λειτουργήματος στο ιταλικό κράτος, δικαίωμα της Αγίας Έδρας να εκλέγει τους επισκόπους και τους αρχιεπισκόπους της, με μόνη την υποχρέωση της ανακοίνωσης των ονομάτων τους στην ιταλική κυβέρνηση για τη διατύπωση της πολιτικής γνώμης επί των υποψηφίων και αρμοδιότητα της εκκλησιαστικής αρχής για την απονομή των εκκλησιαστικών ευεργετημάτων. Η Αγία Έδρα αποκτούσε επίσης την αναγνώριση των καθολικών σωματείων ως νομικών προσώπων, ευεργετικούς όρους για τα μοναχικά τάγματα, αναγνώριση των εννόμων συνεπειών στον θρησκευτικό γάμο, καθώς επίσης και το δικαίωμα της θρησκευτικής αρχής να δικάζει τις υποθέσεις ακυρότητας και διάλυσης του επικυρωμένου αλλά μη συντελεσμένου γάμου (ενώ το κράτος κρίνει τις υποθέσεις χωρισμού των συζύγων) και αναγνώριση της θρησκευτικής εκπαίδευσης ως «θεμελίου και επιστεγάσματος» της δημόσιας εκπαίδευσης.
Το δημοκρατικό σύνταγμα της Ιταλίας αποδέχτηκε το κ. αποδίδοντάς του συνταγματική ισχύ, επιφυλάσσοντας ωστόσο στη νομοθετική εξουσία τη δυνατότητα να επιφέρει τροποποιήσεις, οι οποίες όμως δεν θα μεταβάλλουν τις σχετικές παραγράφους του συντάγματος.
Κ. υπέγραψε η Αγία Έδρα και με άλλα κράτη κατά την περίοδο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο: με την Πολωνία (10 Φεβρουαρίου 1925) και το γερμανικό Ράιχ (20 Ιουλίου 1933). Το περιεχόμενό τους είναι ανάλογο, αλλά φυσικά πιο περιορισμένο από αυτό του ιταλικού κ. του 1929, το οποίο ρύθμισε ιδιαίτερα λεπτά ζητήματα κυριαρχίας.
Χαρακτηριστική φωτογραφία από τη συνάντηση του πάπα Ιωάννη Παύλου Β’ και των εκπροσώπων της Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας με την αντιπροσωπεία της Πολωνίας μετά την ανταλλαγή των εγγράφων του κονκορδάτου μεταξύ τους (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και κογκορδάτο, το1. η με βάση το διεθνές δίκαιο συμφωνία που συνάπτεται ανάμεσα στην εκκλησιαστική και την κοσμική αρχή, στις χώρες τής Δύσης, σχετικά με ζητήματα αμοιβαίου ενδιαφέροντος2. η μεταξύ τού πάπα, ως αρχηγού τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, και ενός κοσμικού αρχηγού κράτους συμφωνία για τη ρύθμιση εκκλησιαστικών ζητημάτων μέσα στα όρια αυτού τού κράτους.[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. concordat < γαλλ. concordat < μσν. λατ. concordatum < λατ. concordatum, ουδ. τής μτχ. concordatus < λατ. concordo «συμφωνώ, ομονοώ»].
Dictionary of Greek. 2013.